- αἰτιατέον
- αἰτι-ᾱτέον, verb. Adj.A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30.II one must allege as the cause, Pl.R.3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰτιατέον — one must accuse masc acc sg αἰτιατέον one must accuse neut nom/voc/acc sg αἰτιᾱτέον , αἰτιατέος masc/fem acc sg αἰτιᾱτέον , αἰτιατέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιατέον — αἰτιατέον (Α) [αἰτιῶμαι] 1. πρέπει κανείς να κατηγορεί 2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο … Dictionary of Greek
αἰτιατέοις — αἰτιατέον one must accuse masc/neut dat pl αἰτιᾱτέοις , αἰτιατέος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατέος — αἰτιατέον one must accuse masc nom sg αἰτιᾱτέος , αἰτιατέος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek